- Φιγαλεῖς
- Φιγαλεύςmasc acc plΦιγαλεύςmasc nom/voc pl (parad-form)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιγάλεια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.). Η ονομασία της οφείλεται στην ομώνυμη αρχαία πόλη, τη γνωστή και με το όνομα Φιγαλία. Η Φ. ιδρύθηκε από τον Φίγαλο, γιο… … Dictionary of Greek